σωφρονιστής

σωφρονιστής
ο, ΝΑ [σωφρονίζω]
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τόν σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.)
2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη τής κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σωφρονιστής — one that chastens masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστής — ο αυτός που σωφρονίζει, ο τιμωρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωφρονισταῖς — σωφρονιστής one that chastens masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονισταί — σωφρονιστής one that chastens masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστοῦ — σωφρονιστής one that chastens masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστῇ — σωφρονιστής one that chastens masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστήν — σωφρονιστής one that chastens masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστῶν — σωφρονιστής one that chastens masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστά — σωφρονιστά̱ , σωφρονιστής one that chastens masc nom/voc/acc dual σωφρονιστής one that chastens masc voc sg σωφρονιστής one that chastens masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστάς — σωφρονιστά̱ς , σωφρονιστής one that chastens masc acc pl σωφρονιστά̱ς , σωφρονιστής one that chastens masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”