σωφρονιστής — one that chastens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστής — ο αυτός που σωφρονίζει, ο τιμωρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωφρονισταῖς — σωφρονιστής one that chastens masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισταί — σωφρονιστής one that chastens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστοῦ — σωφρονιστής one that chastens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστῇ — σωφρονιστής one that chastens masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστήν — σωφρονιστής one that chastens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστῶν — σωφρονιστής one that chastens masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστά — σωφρονιστά̱ , σωφρονιστής one that chastens masc nom/voc/acc dual σωφρονιστής one that chastens masc voc sg σωφρονιστής one that chastens masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονιστάς — σωφρονιστά̱ς , σωφρονιστής one that chastens masc acc pl σωφρονιστά̱ς , σωφρονιστής one that chastens masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)